- άγγελμα
- το, -ατοςείδηση, μήνυμα: Το θλιβερό άγγελμα δεν άργησε να φτάσει στο χωριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄγγελμα — message neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγγελμα — το (Α ἄγγελμα) [ἀγγέλλω] μήνυμα, παραγγελία, είδηση … Dictionary of Greek
ἄγγελμ' — ἄγγελμα , ἄγγελμα message neut nom/voc/acc sg ἄ̱γγελμαι , ἀγγέλλω bear a message perf ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελμάτων — ἄγγελμα message neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγέλμασι — ἄγγελμα message neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγέλμασιν — ἄγγελμα message neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγέλματα — ἄγγελμα message neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγέλματι — ἄγγελμα message neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγαρεία — Η αναγκαστική και χωρίς πληρωμή εργασία ή εξυπηρέτηση προς όφελος κάποιου, παρά τη θέληση εκείνου που την κάνει. Η εκτέλεση α. προϋποθέτει την άσκηση βίας ή τουλάχιστον την απειλή ότι θα χρησιμοποιηθεί βία σε περίπτωση μη υπακοής. Κατά την… … Dictionary of Greek
διπλοκάμπαν — το 1. το να ηχούν ταυτόχρονα δύο καμπάνες εκκλησίας 2. μτφ. διπλό χαρμόσυνο ή δυσάρεστο άγγελμα 3. φρ. α) «τού ήρθε διπλοκάμπανο» τού συνέβησαν δύο ευχάριστα ή δυσάρεστα γεγονότα συγχρόνως β) «το’ χει διπλοκάμπανο» βρίσκει διπλή προστασία ή… … Dictionary of Greek